- εμφυτευτικός
- η , όν1) относящийся к посадке; 2) юр. относящийся к длительной аренде поместья (см. εμφύτευμα); 3) перен. насаждающий, внедряющий, прививающий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εμφυτευτικός — ή, ό (AM ἐμφυτευτικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εμφύτευση («εμφυτευτικό δίκαιο») νεοελλ. ο κατάλληλος ή χρήσιμος για το έργο τής εμφυτεύσεως («εμφυτευτική μηχανή») … Dictionary of Greek
ἐμφυτευτικῶν — ἐμφυτευτικός concerning fem gen pl ἐμφυτευτικός concerning masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφυτευτικόν — ἐμφυτευτικός concerning masc acc sg ἐμφυτευτικός concerning neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφυτευτικήν — ἐμφυτευτικός concerning fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφυτευτικῷ — ἐμφυτευτικός concerning masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)